- κύτα
- κύτᾱ , κύτοςhollowneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… … Dictionary of Greek
Κύταιον — Αρχαία μικρή παραλιακή πόλη της Κρήτης, Δ της Απολλωνίας, που ανήκε στους Τυλισίους και μετά στους Ραυκίους. Αναφέρεται και με την ονομασία Κύτα … Dictionary of Greek